Κώστας Τσώλης
Στην παιδική ηλικία η ωρίμανση εξαρτάται από την «αποκοπή από την συμβιωτική μεμβράνη για να γίνει ένα αυτόνομο παιδί» (Mahler 1963) και αποτελεί την πρώτη διαδικασία διαφοροποίησης. Στην εφηβική ηλικία η απόρριψη των οικογενειακών δεσμών και η χαλάρωση του δεσμού με το νηπιακό αντικείμενο έχει σκοπό να γίνει το άτομο ένα μέρος της κοινωνίας του ενήλικου κόσμου και αποτελεί την δεύτερη διαδικασία διαφοροποίησης. Το τελευταίο οδηγεί τον έφηβο σε αντιπαράθεση με τους κανόνες που του επιβάλλονται από το περιβάλλον και ιδιαίτερα από τον «οικογενειακό μύθο». Η εφηβεία ευνοεί το «δράμα» που αφορά τον εξωτερικό κόσμο και την «τραγωδία» που αφορά τον εσωτερικό κόσμο – μια διαδικασία που αφήνει βαθιά ίχνη στον έφηβο και στην ενήλικη προσωπικότητά του. Ο ίδιος δεν θέλει να δεσμεύεται από τις επιθυμίες, τις προσδοκίες και τις αρχές των γονέων του. Θέλει να βρει την αυθεντικότητα τού εαυτού του και έτσι έρχεται σε αντιπαράθεση με τους γονείς του και την ευρύτερη κοινωνία. Η σύγκρουση είναι σιωπηλή ή ταραχώδης και με εκδραματίσεις που μπορούν να τον βάλουν σε κίνδυνο. Οι γονείς επηρεάζουν την εφηβική πορεία με λογική ανεκτικότητα ή με θυμό και απόρριψη που εξαρτώνται από τον ψυχισμό τους, Ο έφηβος είναι φυσιολογικό να παλινδρομεί λόγω των νηπιακών του αναγκών μέχρι να τις εγκατάλειψη αποδεσμευόμενος από τα εσωτερικά του αντικείμενα. Με κάποιον τρόπο μπορούμε να πούμε ότι αποκλείεται η προοδευτική ανάπτυξη του έφηβο εάν η παλινδρόμηση δεν πάρει τον κατάλληλο δρόμο και έχει το χρόνο μέσα στην εξέλιξη της εφηβικής διαδικασίας ωρίμανσης. Οπότε υπάρχει μια αλληλεπίδραση μεταξύ έφηβου και οικογένειας ως προς την διαφοροποίηση του.