Ταυτότητα «Κόρη»


ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΛΙΒΙΓΚΟΥ

Ως ψυχαναλυτές γνωρίζουμε την κλινική εκείνη περίπτωση όπου μια συγκεκριμένη υποψήφια αναλυόμενη μας εντυπωσιάζει απ’ τη πρώτη μας επαφή μαζί της καθώς έχει παραμείνει σαν-κοριτσάκι παρά το προχωρημένο της βιολογικής της ηλικίας. Πρόκειται για μία ενήλικη γυναίκα που αδυνατεί να συνάψει μακροχρόνιες και ικανοποιητικές σχέσεις οι οποίες θα είναι μη-διωκτικού χαρακτήρα, μετουσιωτικά παραγωγικές και ευχάριστες από ερωτική άποψη. Η εν λόγω ασθενής διακατέχεται από ένα άγχος και μία υφέρπουσα επιθετικότητα: δεν γνωρίζει και ταυτόχρονα δεν θέλει να γνωρίσει τον κόσμο των ενηλίκων μέσα στον οποίο αισθάνεται αγχωμένη και αβοήθητη με αποτέλεσμα να τον αποφεύγει. Εν γένει, συμπεριφέρεται φοβικά αν και η ίδια είναι πρόθυμη να συμφωνήσει ότι το πρόβλημά της συνίσταται στο ότι για κάποιους λόγους ποτέ δεν κατόρθωσε να φτάσει σε κάποια επαρκή ψυχική ωριμότητα ώστε να μπορεί να αντέξει την ανθρώπινη βλακεία. Τέτοιες περιπτώσεις θεωρούνται ως διαταραχές προσωπικότητας ή, ως οριακές, ακόμη και ναρκισσιστικές. Όλοι αυτοί οι όροι είναι συναφείς και εμπεριέχουν πολύ μεγάλη δόση σχαστικής λειτουργικότητας του εγώ. Η λίμπιντό τους μόνον έως ενός σημείου αναπτύχθηκε χωρίς α-συνέχειες. Και πέραν τούτου συνέβησαν μία ή περισσότερες καθηλώσεις. Εξ ου και οι καταχρηστικοί όροι που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το ασυνείδητο μήνυμα αυτών των ασθενών ως “κοριτσάκι του μπαμπά ή της μαμάς”. Κατά την ανάλυση δεν παύουν να προβάλουν τον εαυτό τους ως οιδιποδειακά αθώες γυναίκες. Όμως ψυχοπαθολογικά πρόκειται για γυναίκες οι οποίες προτίμησαν να σταθούν στο εύκολο και οικείο σκέλος του ναρκισσιστικού τους εαυτού παρά να εμπλακούν με το νευρωτικό και συγκρουσιακό σκέλος του βιώματος τους το οποίον έχει απωθητικά απωλεσθεί διά παντός. Κι’ έτσι, η ψυχική δομή που έχει εγκατασταθεί εντός του εγωτικού πυρήνα τους κάθε άλλο παρά σε παιδική ψυχή μας παραπέμπει. Με οδηγό μας την αντιμεταβίβαση – μεταξύ των άλλων κριτηρίων της ψυχαναλυτικής εργαλειοθήκης του αναλυτή – ξέρουμε ότι τέτοιες καθηλώσεις δεν επιλύονται εύκολα ούτε είναι συγκρίσιμες με την γνήσια παιδική ανυπομονησία να απαλλαγεί το παιδί απ’ την καλπάζουσα αμυντική του αθωότητα. Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό κατά την ανάλυση των συγκεκριμένων περιπτώσεων να επικεντρωθούμε σε όψεις αυτού που ο Ντ. Βίννικοττ ονόμασε ψευδή εαυτό και ο Φρόιντ υπέδειξε ως μία μορφή υπόγειου θυμού που αργά ή γρήγορα θα βρούμε ενώπιον μας κατά την ανάλυση. Άλλωστε ο βαθύτερος λόγος που ωθεί αυτές τις γυναίκες προς ανάλυση ή ψυχοθεραπεία είναι ακριβώς ότι υποφέρουν από το ψευδές ή, αποκομμένο κομμάτι της ύπαρξης τους, παρότι ταυτόχρονα μπορούν να επικαλούνται εξιδανικευμένες αρχές και επιδιώξεις: πνευματικότητα, συναισθηματικότητα, επίδειξη καλλιέργειας είναι μερικές εξ αυτών. Στη κλινική περίπτωση που θα περιγράψω πιστεύω να αναδειχθούν οι ανωτέρω προβληματισμοί.