Η γυναικεία μελαγχολία μέσα από τη «Φθινοπωρινή Σονάτα» του Bergmann


ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΡΟΖΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ

Η «Φθινοπωρινή Σονάτα» του Bergmann αναδεικνύει το συγκρουσιακό δράμα ανάμεσα σε δύο γυναίκες: μάνα και κόρη. Η κατανόηση αυτής της τραγικής όσο και κλασικής σύγκρουσης συμβάλει τα μέγιστα στην ψυχανάλυση μιας πολύπλοκης σχέσης αλλά κυρίως στην εξερεύνηση του γυναικείου ναρκισσισμού. Η σκηνοθεσία αυτού του δράματος λαμβάνει χώρα σ’ ένα δωμάτιο – κάτι που αναπόφευκτα μας παραπέμπει στη περιρρέουσα ατμόσφαιρα του ψυχαναλυτικού χώρου με δύο γυναίκες να «παίζουν» τις ασυνείδητες σκηνικές τους παραστάσεις. Στο έργο του κλασσικού σκηνοθέτη βλέπουμε το επίκαιρο να διανθίζεται από flashbacks όπου η «κόρη» ως μικρό κορίτσι γυρεύει με λαχτάρα την προσοχή και την αγάπη της μητέρας της. Το κορίτσι όχι μόνο την ακούει αλλά τη βλέπει και τη ζηλεύει καθώς εκείνη παίζει το πιάνο εκστασιασμένη. Έκτοτε καταλαβαίνει ότι δεν την θέλει και ότι αδιαφορεί γι’ αυτήν. Αυτή η σκηνή επανέρχεται στην «έφηβη» κοπέλα και της προκαλεί εφεξής βαθιά θλίψη και την ακλόνητη πεποίθηση ότι δεν θα έχει ποτέ την ίδια αξία με τη μητέρα της η οποία είναι μία καταξιωμένη και διάσημη πιανίστρια. Εξ αυτής απορρέουν διάφορες ακραίες παραληρηματικές καταστάσεις που φτάνουν έως του σημείου να φαντάζεται ότι η μητέρα της έχει πέος και να βιώνει συναισθήματα θυμού, σύγχυσης, παράνοιας, φθόνου, ευαλωτότητας και επιπλέον, αμετακίνητης μελαγχολίας. Όταν καθυστερημένα αναγκάστηκε να αποδεχθεί το τραύμα του ευνουχισμού της ως ένα τετελεσμένο γεγονός που θα έπρεπε προ πολλού να την είχε καταστήσει «γυναίκα» εκείνη αναζητούσε ακόμη κοριτσίστικη αγάπη. Η ανάπηρη αδερφή στην ταινία αντιπροσωπεύει αυτή την ανεπάρκεια και στασιμότητα του εαυτού της που τη βιώνει παραληρηματικά ως κακή μοίρα που επιφύλασσε και επιδίωξε και στις δύο η μητέρα τους. Η μόνη διέξοδος τότε για να περισώσει ό,τι της απέμεινε από τον ναρκισσισμό της είναι να καταδικάσει τη μητέρα της και να αποκαταστήσει την εγωτική βλάβη που υπέστη φροντίζοντας και προστατεύοντας τουλάχιστον την αδερφή της και μέσω αυτής τον εαυτό της. Το ηθικό, σχεδόν θείο, ανάστημά της αντιπαραβάλλεται στην φαλλική, χωρίς ηθικούς φραγμούς, μητρική φιγούρα. Οι κλινικές, υπό παρουσίαση, περιπτώσεις μου των καταθλιπτικών γυναικών εμπεριέχουν αυτή την προβληματική και έναν ευάλωτο ναρκισσισμό της γυναικείας υπόστασης.