Η διαφοροποίηση του ψυχαναλυτικού πλαισίου σε ψυχαναγκαστικό ασθενή


Κεβόπουλος Σταύρος

Μία από τις πιο μεγάλες ανακαλύψεις της ψυχανάλυσης συνίσταται στην έννοια του πλαισίου, την οποία μπορεί να θεωρούμε ακόμη και ως αυτονόητη. Όμως τίποτα ουσιαστικότερο δεν υπάρχει από την κατανόηση του «αυτονόητου» πλαισίου, στο οποίο αντιτίθενται οι άμυνες κατά την ψυχαναλυτική πρακτική. Το πλαίσιο ορίζει κατά βάση ένα μίνιμουμ δεδομένων, τα οποία τηρούνται, έτσι ώστε επάνω σε αυτά να μπορέσει να χτιστεί και να ανεγερθεί περαιτέρω το ψυχαναλυτικό δόμημα. Το μίνιμουμ εμπεριέχει μέσα του όλα εκείνα τα ενστικτικά χαρακτηριστικά της λειτουργίας του ασυνειδήτου, τα οποία εκ πρώτης όψεως ο ασθενής μπορεί να τα ανεχθεί επαρκώς, έτσι ώστε να ξεκινήσει η ψυχαναλυτική διαδικασία. Όμως αυτά τα ίδια χαρακτηριστικά (π.χ., κατάκλιση στο ντιβάνι, συγκεκριμένες ώρες και μέρες συνεδριών, συγκεκριμένο ποσό αμοιβής, κ.λπ.) είναι αυτά τα οποία αναμένουμε με την πάροδο του χρόνου να αντιδράσει το ασυνείδητο και να τροποποιηθούν ανάλογα. Υπό αυτήν την έννοια το πλαίσιο έχει τη δική του βασική μεν, αλλά τεραστίων διαστάσεων δυναμική, εξ’ ου και η άποψη ορισμένων σχολών ψυχανάλυσης, ότι το πλαίσιο αποτελεί τον αποκαλούμενο «τρίτο», ο οποίος ως μία επιβλητική πατρική φιγούρα ορίζει τους κανόνες της συνεύρεσης παιδιού-μάνας. Με άλλα λόγια ασθενή-αναλυτή. Εάν μία τόσο ιδιαίτερη δυναμική εντός του ψυχαναλυτικού χώρου, δεν υφίσταται με όλα τα θετικά και αρνητικά, εύκολα κανείς αναρωτιέται – αν θα ήταν ποτέ δυνατόν – να γίνουν ανεκτά τα επιπλέον φαντασιωτικά στοιχεία του ασυνειδήτου οποιουδήποτε ασθενή, όπως π.χ. ψυχωτικού τύπου, μεθοριακού τύπου και ψυχαναγκαστικού τύπου εκφάνσεις κατά την διάρκεια της ανάλυσης. Ειδικότερα, ως προς το τελευταίο που αφορά σε αναλυτική περίπτωση που θα περιγράψω, παρουσιάζεται ένα φάσμα πεισματικών και αδιαπραγμάτευτων ώσεων εκ του ασυνειδήτου, οι οποίες λάμβαναν λεκτική και επιθετική μορφή κατά τη διάρκεια μιας ανάλυσης, η οποία βρίσκεται ήδη στον 2ο χρόνο της (εξαιρουμένης μιας παρένθεσης λόγω Covid). Κατά αυτήν την ψυχαναγκαστική ένταση και μάχη που λαμβάνει χώρα εντός των συνεδριών μεταξύ Υπερεγώ-Εγώ-Id, ο ασθενής πάλλεται από φαντασιώσεις αιμομικτικού, επιθετικού, ακόμη και βάρβαρου περιεχομένου με διαρκείς αντιδραστικούς μηχανισμούς, οι οποίοι σε συνάρτηση με πληθώρα αρνήσεων και εκλογικεύσεων (π.χ. ποδοσφαιρικές και φανατικές αθλητικές ενασχολήσεις) συμβάλουν σε μία μόλις και μετά βίας ελεγχόμενη ψυχαναλυτική κατάσταση. Όλο αυτό όμως θα ήταν αδύνατον να υφίσταται, αν δεν είχε τεθεί εξ αρχής ένα ξεκάθαρο ψυχαναλυτικό πλαίσιο, εντός του οποίου συμβαίνουν οι τόσο διαταρακτικές καταστάσεις της εν λόγω κλινικής περίπτωσης. Η διαφοροποίηση του πλαισίου γίνεται ξεκάθαρα αντιληπτή, από την ιδιαίτερη συνθήκη που προέκυψε. Εξαιτίας του Covid αναγκάστηκε η ψυχανάλυση να λαμβάνει χώρα διαδικτυακά. Αυτή η εξέλιξη συνιστούσε μία δυναμική επικράτηση για τον ασθενή, ο οποίος βίωσε προσωρινά, σαν να είχε πλέον νικήσει τον αναλυτή, βγάζοντας τον από το ψυχαναλυτικό πλαίσιο, έτσι ώστε να νιώσει σε πρώτη φάση οξεία βελτίωση και μετά οξεία χειροτέρευση. Αυτή η κατάσταση ανετράπη πλήρως όταν μετά τον Covid, το πλαίσιο επανήλθε στην αρχική μορφή, οι συνεδρίες έγιναν τέσσερις φορές την εβδομάδα και η κλινική εικόνα, ανεστράφη όπως θα περιγράψω κατά την παρουσίαση της εργασίας μου.