Η άλλη διάσταση της ψυχανάλυσης: ο άνθρωπος, το «μηχάνημα» και η προσπάθεια μέσω της ψυχανάλυσης να «ζωντανέψει» το «μηχάνημα»


Λυγερή Οικονομοπούλου.

Παλαιότερα η Παυλίνα είχε παρουσιαστεί σε ένα συμπόσιο του Ινστιτούτου Κλασικής Ψυχανάλυσης υπό το πρίσμα μιας νέας γυναίκας σε ανάλυση, η οποία έπασχε από την ασθένεια της Μεσογειακής Αναιμίας. Η νόσος της αυτή εκδηλώθηκε από τη χαραυγή της ζωής της, με αποτέλεσμα η ανάλυσή της να περιβληθεί, όπως είχε τονιστεί τότε, από έναν μανδύα ναρκισσιστικών τραυμάτων προς ανάλυση. Τα τραύματα αυτά είχαν διαμορφώσει τον μεθοριακό της ψυχισμό ως ενός λίγο-πολύ άγριου ατόμου, παρ’ όλη την ευθραυστότητα που απέπνεε μία άλλη διάσταση των σχάσεών της. Η Παυλίνα έγινε από την αρχή της ζωής της ο εκ των έσω παθητικός υποδοχέας μιας επιθετικής υπερδύναμης κι αυτό καθόρισε τον ψυχισμό της. Η ανάλυσή της τότε είχε χαρακτηριστεί ως πέρα από τα λόγια ή σχεδόν χωρίς λόγια. Εντούτοις, με την ευκαιρία της παρούσης διημερίδας περί Ψυχανάλυσης και Τεχνολογίας και με αφορμή την πρόσφατη πανδημία του Covid-19, η εν λόγω κλινική περίπτωση θεώρησα ότι θα μπορούσε να επανεξεταστεί υπό το νέο πρίσμα του ρόλου που αποκτά το μηχάνημα (computer) στο πλαίσιο των συζητήσεων σχετικά με την αναλυσιμότητα ή μη ασθενών εν μέσω διαμεσολάβησης μιας (οποιασδήποτε μηχανής υψηλού τεχνολογικού επιπέδου) που αναπόφευκτα παραμορφώνει την μεταβίβαση εν μέσω διαδικτυακής ανάλυσης και επηρεάζει την αυθεντικότητα των αντιμεταβιβαστικών δράσεων και αντιδράσεων. Σήμερα, με την εξέλιξη του ιατρικού computer και την Τεχνική Νοημοσύνη βλέπουμε να μελετάται το μηχάνημα ακόμη και ως σωματική προέκταση του ασθενή με την οποία συνδιαλέγεται ο αναλυτής. Φερ΄ειπείν, το μηχάνημα-αντλία μετάγγισης αίματος παρείσφρυε ενεργά στην συγκεκριμένη κλινική περίπτωση με τη μορφή του καθοριστικού τρίτου εντός του ψυχαναλυτικού setting. Το Εγώ, που έχει δυνητικά την ικανότητα να εμπεριέχει κάθε τι σε μεταλλαγμένη μορφή, ενδοβάλλει, σημασιοδοτεί και αντιπροσωπεύει το μηχάνημα, το οποίο εν συνεχεία εμφανίζεται εκ του Ασυνειδήτου, αποκτώντας άλλοτε φρικιαστικές και άλλοτε καλές μητρικές διαστάσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το μηχάνημα βρίσκεται σε μια ιδιαίτερη, σωματική σχέση με τον ασθενή. Σε αυτήν την εργασία θα καταδείξω πως η αντλία μετάγγισης του αίματος της Παυλίνας μπορούσε να λάβει μέσα της θεϊκές ή διαβολικές διαστάσεις. Έτσι, μέσα από την καλοσύνη του υποβίβαζε, ανταγωνιζόταν, επιτίθετο και ενίοτε ανταγωνιζόταν τη κακή γονεϊκή συνουσία – η οποία με τα βλαπτικά της γονίδια έσπειρε μέσα στην Παυλίνα αντί για τη ζωή ένα άρωμα θανάτου – και κατ’ επέκταση και εμένα την ίδια ως ύποπτη αναλύτριά της. Το μηχάνημα παρέμενε κυρίαρχα ένας τιμωρητικός εκφραστής του ενστίκτου ή, ένας σωτήριος εκφραστής της λίμπιντο που κινείτο κάπου ανάμεσα στη διατήρηση της ζωής της Παυλίνας και του φόβου της για τον επερχόμενο θάνατο. Η Παυλίνα μπορούσε με μεγάλη ευκολία να βιώνει μέσω του μηχανήματος τη σωματο-ψυχική της σχάση. Χωρίς αυτό η ζωή της έμοιαζε περισσότερο με ζωντανό θάνατο – πράγμα που φοβόταν και αρνείτο – ενώ όταν βρισκόταν μαζί του η ζωή της αποκτούσε βαθύτερο νόημα – νόημα ύπαρξης – της εκ νέου γέννησης και της ελπίδας για ζωή. Η προσπάθεια μου να δώσω ζωή και ψυχή στην Παυλίνα μέσα από τη συγκλονιστική εμπειρία που την έφερε σε μένα, καθώς και η επιστήμη, που την έκανε να παραμένει ζωντανή συχνά με οδηγούσε στο να ανταγωνίζομαι το «μηχάνημα» ακόμη και εγώ η ίδια. Παρά τη βαθιά σύνδεσή μας, παρόλο που οι διαρκείς, μητρικές φροντίδες και ψυχικές μεταγγίσεις εκ μέρους μου της ενδοβλήθηκαν γεφυρώνοντας το χάσμα μιας ύπαρξης που ίπτατο ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο εν τούτοις δεν αποδείχθηκαν «ισάξια ζωογόνες» με αυτές του μηχανήματος. Ίσως επειδή δεν έθετα ως προτεραιότητα της ανάλυσής της την παλινδρόμησή της που θα παράκαμπτε την τελειότητα του ηλεκτρονικού μηχανήματος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Παυλίνα και εγώ συνυπήρχαμε για μεγάλο διάστημα με όρους που στο πλαίσιο της παρούσας διημερίδας προσέγγιζαν τα ψυχρά ψυχωτικά χαρακτηριστικά ενός μηχανήματος σε ανάλυση.